Ξύπνησα μ’ έναν εφιάλτη, τρομαγμένος κι ιδρωμένος τα χαράματα,
Ένιωθα βάρος μες στο στήθος λες και ήταν σιδερένια τα σκεπάσματα.
Δε μου έφτανε η ανάσα και φοβήθηκα το τέλος μου πως έφτασε.
Η καρδιά μου σ’ ένα κλάμα σαν βροχή, σαν καταιγίδα αμέσως ξέσπασε.
Έτρεξα μέχρι το μπάνιο κι έβρεξα το πρόσωπό μου που μ’ έκαιγε.
Μα μετά, όταν συνήλθα, ήξερα ποιος είν’ ο θύτης και ποιος έφταιγε,
και ποιος έφταιγε.
Εσύ είσ’ ο εφιάλτης που γυρνάς τις νύχτες στα όνειρά μου.
Εσύ φταις που με πιάνουνε συχνά τα ψυχολογικά μου.
Εσύ, γιατί μου πήρες του μυαλού την κάθε ισορροπία.
Εσύ που μόνο η σκέψη σου μου αρκεί να πάθω υστερία.
Εσύ, γιατί σου έδωσα ψυχή και πήρα προδοσία.
Κάθε νύχτα αυτό το έργο μες στον ύπνο μου όλο βλέπω και ωρύομαι
και δεν έχω επιβάλλον, πειθαρχία κι αντιστάσεις να αμύνομαι.
Μες στου πανικού τη δύνη, παραδίνομαι στην τρέλα ακατάπαυστα
και τα ηρεμιστικά μου δίχως έλεγχο τα πίνω ασταμάτητα.
Στον καθρέφτη μου κοιτάζω και ο άνθρωπος που βλέπω μου είναι άγνωστος.
Μα μες στις αναλαμπές μου ξέρω ποιος είναι η αιτία που είμαι άρρωστος,
που είμαι άρρωστος.
Εσύ είσ’ ο εφιάλτης που γυρνάς τις νύχτες στα όνειρά μου.
Εσύ φταις που με πιάνουνε συχνά τα ψυχολογικά μου.
Εσύ, γιατί μου πήρες του μυαλού την κάθε ισορροπία.
Εσύ που μόνο η σκέψη σου μου αρκεί να πάθω υστερία.
Εσύ, γιατί σου έδωσα ψυχή και πήρα προδοσία.
|
Ksípnisa m’ énan efiálti, tromagménos ki idroménos ta charámata,
Έniotha város mes sto stíthos les ke ítan siderénia ta skepásmata.
De mu éftane i anása ke fovíthika to télos mu pos éftase.
I kardiá mu s’ éna kláma san vrochí, san kategida amésos kséspase.
Έtreksa méchri to bánio ki évreksa to prósopó mu pu m’ ékege.
Ma metá, ótan siníltha, íksera pios in’ o thítis ke pios éftege,
ke pios éftege.
Esí is’ o efiáltis pu girnás tis níchtes sta ónirá mu.
Esí ftes pu me piánune sichná ta psichologiká mu.
Esí, giatí mu píres tu mialu tin káthe isorropía.
Esí pu móno i sképsi su mu arki na pátho istería.
Esí, giatí su édosa psichí ke píra prodosía.
Káthe níchta aftó to érgo mes ston ípno mu ólo vlépo ke oríome
ke den écho epivállon, pitharchía ki antistásis na amínome.
Mes stu paniku ti díni, paradínome stin tréla akatápafsta
ke ta iremistiká mu díchos élegcho ta píno astamátita.
Ston kathréfti mu kitázo ke o ánthropos pu vlépo mu ine ágnostos.
Ma mes stis analabés mu kséro pios ine i etía pu ime árrostos,
pu ime árrostos.
Esí is’ o efiáltis pu girnás tis níchtes sta ónirá mu.
Esí ftes pu me piánune sichná ta psichologiká mu.
Esí, giatí mu píres tu mialu tin káthe isorropía.
Esí pu móno i sképsi su mu arki na pátho istería.
Esí, giatí su édosa psichí ke píra prodosía.
|