Δεν μπορώ απόψε να μεθύσω,
ποιος μου φταίει, άραγε, γι’ αυτό,
προσπαθώ τη φλόγα μου να σβήσω
και τη μεγαλώνει το πιοτό.
Εσύ είσαι το μαράζι μου
μες στη ζωή για μένα
κι ό,τι πάθω,
θα το πάθω από σένα.
Έχω τρία βράδια να πλαγιάσω,
σε προσκέφαλο να κοιμηθώ,
πίνω, μήπως, λίγο σε ξεχάσω
μα όσο και να πίνω δε μεθώ.
Εσύ είσαι το μαράζι μου
μες στη ζωή για μένα
κι ό,τι πάθω,
θα το πάθω από σένα.
Σαν μαχαίρι ο πόνος μου με σφάζει
και μου κομματιάζει την καρδιά,
σκέφτομαι και λέω με μαράζι,
που να είσαι τούτη την βραδιά.
|
Den boró apópse na methíso,
pios mu ftei, árage, gi’ aftó,
prospathó ti flóga mu na svíso
ke ti megalóni to piotó.
Esí ise to marázi mu
mes sti zoí gia ména
ki ó,ti pátho,
tha to pátho apó séna.
Έcho tría vrádia na plagiáso,
se proskéfalo na kimithó,
píno, mípos, lígo se ksecháso
ma óso ke na píno de methó.
Esí ise to marázi mu
mes sti zoí gia ména
ki ó,ti pátho,
tha to pátho apó séna.
San macheri o pónos mu me sfázi
ke mu kommatiázi tin kardiá,
skéftome ke léo me marázi,
pu na ise tuti tin vradiá.
|