Σαν φύλλο κίτρινο και μαραμένο
που το χτυπάει τρελός βοριάς
είν’ το κορμί μου βαλαντωμένο
από τον πόνο της καρδιάς.
Φαρμάκι δώστε μου να πιω, να λησμονήσω,
δεν θέλω πια να ζήσω, δε θέλω πια να ζήσω
και στο γιατάκι μου όταν θα γείρω
ας μη ξυπνήσω, ας μη ξυπνήσω.
Η μέρα σώνεται και σκοτεινιάζει
και μ’ αγκαλιάζει μαύρη νυχτιά,
καρδιά δεν βρήκα που να μου μοιάζει,
παντού κακία και ψευτιά.
Φαρμάκι δώστε μου να πιω, να λησμονήσω,
δεν θέλω πια να ζήσω, δε θέλω πια να ζήσω
και στο γιατάκι μου όταν θα γείρω
ας μη ξυπνήσω, ας μη ξυπνήσω.
|
San fíllo kítrino ke maraméno
pu to chtipái trelós voriás
in’ to kormí mu valantoméno
apó ton póno tis kardiás.
Farmáki dóste mu na pio, na lismoníso,
den thélo pia na zíso, de thélo pia na zíso
ke sto giatáki mu ótan tha giro
as mi ksipníso, as mi ksipníso.
I méra sónete ke skotiniázi
ke m’ agkaliázi mavri nichtiá,
kardiá den vríka pu na mu miázi,
pantu kakía ke pseftiá.
Farmáki dóste mu na pio, na lismoníso,
den thélo pia na zíso, de thélo pia na zíso
ke sto giatáki mu ótan tha giro
as mi ksipníso, as mi ksipníso.
|