Δυο καμάκια Πειραιώτες
ξύπνοι, πονηροί και μόρτες
Δυο ξανθιές βάζουν στο μάτι
που `ρθαν από ξένα κράτη
Που `ρθαν από ξένα κράτη
και γυρίζουν στο Παγκράτι
Στο μπλα μπλα της αρχινάνε
στον Περαία να της πάνε
Δάσκαλοι ήταν στο καμάκι
και της φέρανε καπάκι
Και της φέρανε καπάκι
φιλαράκο μου Στελάκη
Και της πήγανε σεργιάνι
στης Καστέλλας το λιμάνι
Κέφαλους να φαν λαβράκια
και μπαρμπούνια με μουστάκια
Και μπαρμπούνια με μουστάκια
με παρέα τα καμάκια
|
Dio kamákia Pireótes
ksípni, poniri ke mórtes
Dio ksanthiés vázun sto máti
pu `rthan apó kséna kráti
Pu `rthan apó kséna kráti
ke girízun sto Pagkráti
Sto bla bla tis archináne
ston Perea na tis páne
Dáskali ítan sto kamáki
ke tis férane kapáki
Ke tis férane kapáki
filaráko mu Steláki
Ke tis pígane sergiáni
stis Kastéllas to limáni
Kéfalus na fan lavrákia
ke barbunia me mustákia
Ke barbunia me mustákia
me paréa ta kamákia
|