Το πανεράκι κράτα θυγατέρα
χαρούμενα σαν να `χες καταπιεί φλογέρα.
Όμορφα γελάς, η τύχη σου θ’ ανοίξει.
Ο νιος που θα σε πάρει θα σε ξεσκίσει.
Για να γεννήσεις κόρες σαν γατίτσες.
Πρωί, πρωί ν’ αφήνουνε πορδίτσες
μικρές κι απανωτές σαν και τις δικές σου.
Έλα ντε και είσαι στις ομορφιές σου.
Βάλε τα χρυσαφικά σου
κι έλα μες το κόσμο.
Μόνο μη σου τα ξαφρίσει
αχ, κανας αλήτης.
|
To paneráki kráta thigatéra
charumena san na `ches katapii flogéra.
Όmorfa gelás, i tíchi su th’ aniksi.
O nios pu tha se pári tha se kseskísi.
Gia na gennísis kóres san gatítses.
Pri, pri n’ afínune pordítses
mikrés ki apanotés san ke tis dikés su.
Έla nte ke ise stis omorfiés su.
Oále ta chrisafiká su
ki éla mes to kósmo.
Móno mi su ta ksafrísi
ach, kanas alítis.
|