Δε με ξέρουν όλοι,
ούτε μ’ αγαπούν.
Όμως μες στην πόλη,
με νιώθουνε οι μόνοι,
αυτοί που πονούν
μα δε θα το πουν.
Κι είναι που φοβάμαι τις νύχτες,
είχες πει θα ‘ρθεις μα δεν ήρθες.
Κι είναι που φοβάμαι τον κόσμο,
αν δεν είσαι εδώ.
Κι είναι που φοβάμαι τα βράδια,
κι είναι που φοβάμαι τα πάντα
και φοβάμαι τον εαυτό μου,
αν δεν είσαι εδώ.
Πάλι ξημερώνει, ήλιε τι με θες
Και το φως πληγώνει,
αν δεν μας ενώνει.
Οι μέρες περνούν, μα λίγοι τις ζουν.
|
De me ksérun óli,
ute m’ agapun.
Όmos mes stin póli,
me nióthune i móni,
afti pu ponun
ma de tha to pun.
Ki ine pu fováme tis níchtes,
iches pi tha ‘rthis ma den írthes.
Ki ine pu fováme ton kósmo,
an den ise edó.
Ki ine pu fováme ta vrádia,
ki ine pu fováme ta pánta
ke fováme ton eaftó mu,
an den ise edó.
Páli ksimeróni, ílie ti me thes
Ke to fos pligóni,
an den mas enóni.
I méres pernun, ma lígi tis zun.
|