Αν σε μαυρίσουνε στο ξύλο οι κακοί
και τύχει να ‘ναι Κυριακή, και κάνει κρύο
Έλα μωρό μου να ξεσπάσει μέσα εδώ
μια επανάσταση μικρή για μας τους δύο
Προδομένος ο δεσμός μας
βιαστικός ο χωρισμός μας
και στα χείλη μου χορεύει τ’ όνομά σου
Στης αγάπης το κελί
έχω κλείσει η τρελή
το αόρατο φρικιό με τ’ άρωμά σου
Αν σου την πέσει κάνα βράδυ η παγωνιά
και μπεις στην άδεια γειτονιά να κόψεις
δρόμο
Σβήσε μωρό μου το σκοτάδι με φιλιά
κι ας μην αρέσουν όλα αυτά στον αστυνόμο.
|
An se mavrísune sto ksílo i kaki
ke tíchi na ‘ne Kiriakí, ke káni krío
Έla moró mu na ksespási mésa edó
mia epanástasi mikrí gia mas tus dío
Prodoménos o desmós mas
viastikós o chorismós mas
ke sta chili mu chorevi t’ ónomá su
Stis agápis to kelí
écho klisi i trelí
to aórato frikió me t’ áromá su
An su tin pési kána vrádi i pagoniá
ke bis stin ádia gitoniá na kópsis
drómo
Svíse moró mu to skotádi me filiá
ki as min arésun óla aftá ston astinómo.
|