Α’ μέρος
Ακούστε τα κλειδιά, πως τρίζουνε,
τα κάγκελα ακούστε, πως βροντάνε,
φωνές, από τους φύλακες, που βρίζουνε,
κάτι σαν απομόνωση, ή σαν φαΐ ζητάνε.
Μην κοιμηθείτε μπρούμητα,
μην κοιμηθείτε ήσυχα,
το `να σας μάτι ανοιχτό,
γιατί απόψε, έχουν σκοπό,
οι φύλακες στ’ αφεντικό,
σάρκα ανθρώπινη να πάνε,
γιατί ζητάει φαΐ εκλεκτό.
Στην απομόνωση κλειστός,
πέθανε πάλι ένας μικρός,
με κουτουλιές στον τοίχο.
Της φυλακής το καθεστώς,
μαζί όπως πάντα κι ο γιατρός,
γράψαν πως είχε τύφο.
Το θάψαν λέει στην αυλή,
μα υποψιάζομαι πολύ,
πως θα τον φάνε οι φύλακες.
Γι’ αυτό φωνάζαν σαν σκυλιά,
εκεί που κλείναν τα κελιά,
με σύρτες κι αλυσίδες.
Β’ μέρος
Στην απομόνωση κλειστός,
χάνει τα μάτια του ο Χριστός,
πάνω στην εικονίτσα.
Με δυο νυχιές κι είναι τυφλός,
σκεφτόταν κι έκλαιγε ο μικρός,
δεμένος μ’ αλυσίδες.
Ήτανε πέντε την αυγή,
όταν ακούστηκε η κραυγή,
που πάγωνε το αίμα.
Στην απομόνωση κλειστός,
ξέρω κομμάτια είν’ ο νεκρός.
Ξέρω κομμάτια είν’ ο νεκρός.
|
A’ méros
Akuste ta klidiá, pos trízune,
ta kágkela akuste, pos vrontáne,
fonés, apó tus fílakes, pu vrízune,
káti san apomónosi, í san faΐ zitáne.
Min kimithite brumita,
min kimithite ísicha,
to `na sas máti anichtó,
giatí apópse, échun skopó,
i fílakes st’ afentikó,
sárka anthrópini na páne,
giatí zitái faΐ eklektó.
Stin apomónosi klistós,
péthane páli énas mikrós,
me kutuliés ston ticho.
Tis filakís to kathestós,
mazí ópos pánta ki o giatrós,
grápsan pos iche tífo.
To thápsan léi stin avlí,
ma ipopsiázome polí,
pos tha ton fáne i fílakes.
Gi’ aftó fonázan san skiliá,
eki pu klinan ta keliá,
me sírtes ki alisídes.
O’ méros
Stin apomónosi klistós,
cháni ta mátia tu o Christós,
páno stin ikonítsa.
Me dio nichiés ki ine tiflós,
skeftótan ki éklege o mikrós,
deménos m’ alisídes.
Ήtane pénte tin avgí,
ótan akustike i kravgí,
pu págone to ema.
Stin apomónosi klistós,
kséro kommátia in’ o nekrós.
Kséro kommátia in’ o nekrós.
|