Τα πάντα έχουνε τελειώσει.
Από τα δάκρυα, στο βλέμμα σκοτεινιά.
Ο πόνος μ’ έχει πια παγώσει.
Η σκέψη στα παλιά, απλή παρηγοριά.
Λες και με έχουνε κλειδώσει,
σ’ ένα κρυφό κενό,
συνήθισα να ζω.
Έλα βγάλε με από τη φυλακή μου.
Έλα φως να μου γεμίσεις τη ζωή,
μ’ ένα χάδι να ζεστάνεις την ψυχή μου.
μ’ ένα φιλί, να δικαιώσεις την αναμονή.
Τις νύχτες στην πόλη περπατάω,
μ’ ένα παράπονο, που έμεινε βουβό
χωρίς σκοπό σαν προχωράω,
το πλήθος άπονο μου μοιάζει κι εχθρικό
κι όλο το κόσμο προσπερνάω
και στο κρυφό κενό,
ξανά ακροβατώ.
Έλα βγάλε με από τη φυλακή μου.
Έλα φως να μου γεμίσεις τη ζωή,
μ’ ένα χάδι να ζεστάνεις την ψυχή μου.
μ’ ένα το φιλί, να δικαιώσεις την αναμονή.
|
Ta pánta échune teliósi.
Apó ta dákria, sto vlémma skotiniá.
O pónos m’ échi pia pagósi.
I sképsi sta paliá, aplí parigoriá.
Les ke me échune klidósi,
s’ éna krifó kenó,
siníthisa na zo.
Έla vgále me apó ti filakí mu.
Έla fos na mu gemísis ti zoí,
m’ éna chádi na zestánis tin psichí mu.
m’ éna filí, na dikeósis tin anamoní.
Tis níchtes stin póli perpatáo,
m’ éna parápono, pu émine vuvó
chorís skopó san prochoráo,
to plíthos ápono mu miázi ki echthrikó
ki ólo to kósmo prospernáo
ke sto krifó kenó,
ksaná akrovató.
Έla vgále me apó ti filakí mu.
Έla fos na mu gemísis ti zoí,
m’ éna chádi na zestánis tin psichí mu.
m’ éna to filí, na dikeósis tin anamoní.
|