Πρωί στο Μέγα Σπήλαιο πρωτάκουσα τ’ αηδόνι
κι έτρεχε γάργαρο νερό στης Ζαχλορούς το ρέμα
κι είδα στο δρόμο του Θεού πως σβήνουνε οι πόνοι
κι αυτής της μίζερης ζωής ξανά το μέγα ψέμα.
Κι άλλη φορά χαράματα με πιάσανε τα κλάματα
στο άκουσμα της μέρας
κι ήρθε το φως και φίλησε το δάκρυ μου που κύλησε
και χάιδεψε ο αέρας.
Είδα στο γιόμα να πετάει ο αετός των Μετεώρων
απ’ τα ψηλά πιο αψηλά για του Θεού τα μέρη
κι ήπια του Μύστη το νερό πηγές των θείων δώρων
απ’ του Χριστού τον ομφαλό, της Παναγιάς το χέρι.
Κι άλλη φορά μεσάνυχτα φύλλα ψυχής ορθάνοιχτα
στη λάμψη των κειμένων
κοινώνησα το είναι σου δίνε μου νέκταρ, δίνε μου
στο φως των Φωτισμένων.
|
Pri sto Méga Spíleo protákusa t’ aidóni
ki étreche gárgaro neró stis Zachlorus to réma
ki ida sto drómo tu Theu pos svínune i póni
ki aftís tis mízeris zoís ksaná to méga pséma.
Ki álli forá charámata me piásane ta klámata
sto ákusma tis méras
ki írthe to fos ke fílise to dákri mu pu kílise
ke cháidepse o aéras.
Ida sto gióma na petái o aetós ton Meteóron
ap’ ta psilá pio apsilá gia tu Theu ta méri
ki ípia tu Místi to neró pigés ton thion dóron
ap’ tu Christu ton omfaló, tis Panagiás to chéri.
Ki álli forá mesánichta fílla psichís orthánichta
sti lámpsi ton kiménon
kinónisa to ine su díne mu néktar, díne mu
sto fos ton Fotisménon.
|