Είμαι σε μια γλάστρα στο σαλόνι
άντε το ταβάνι με πλακώνει
Το αίμα μου έχει γίνει χλωροφύλλη
άντε με ποτίζουν κάτι φίλοι
Μ’ έχουνε στριμώξει στη μεσοτοιχία
μ’ έχει μαραζώσει η ακινησία
Αχ, που να τ’ απλώσω τα κλαδιά μου
μου `χουνε κλαδέψει την καρδιά μου
Μ’ έχουνε φυτέψει δημοσιογράφοι
χάλαγα τη μόστρα έπεφτα απ’ το ράφι
Μ’ έχουνε φλομώσει ζιζανιοκτόνα
για να μη μιλάω, να μην έχω στόμα
Οι χειμερινοί οι κινηματογράφοι
κάθε καλοκαίρι μ’ αγαπούν το γράφει
Τώρα που οι ταμπέλες έχουν κατέβει
χίλια ραντεβού σ’ ένα Σεπτέμβρη
Οπα, όπα είπα λέω,
όπα, τραγουδάω και κλαίω
|
Ime se mia glástra sto salóni
ánte to taváni me plakóni
To ema mu échi gini chlorofílli
ánte me potízun káti fíli
M’ échune strimóksi sti mesotichía
m’ échi marazósi i akinisía
Ach, pu na t’ aplóso ta kladiá mu
mu `chune kladépsi tin kardiá mu
M’ échune fitépsi dimosiográfi
chálaga ti móstra épefta ap’ to ráfi
M’ échune flomósi zizanioktóna
gia na mi miláo, na min écho stóma
I chimerini i kinimatográfi
káthe kalokeri m’ agapun to gráfi
Tóra pu i tabéles échun katévi
chília rantevu s’ éna Septémvri
Opa, ópa ipa léo,
ópa, tragudáo ke kleo
|