Στο Εδιμβούργο στην κάτω πόλη κάθε βραδιά,
γύριζε μόνος μες στα σοκάκια τα σκοτεινά.
Το πρόσωπό του είχε κρυμμένο κάτω απ’ τη μάσκα
και το κεφάλι του σκεπασμένο με μια τραγιάσκα.
Gardilu.
Λίγο πιο πέρα μία του δρόμου τον σταματά,
έι αγοράκι ξέρω να σβήνω την άσβεστη φωτιά.
Έλα μαζί μου σε μία ώρα χρόνια θα ζήσεις
κι όταν θα φεύγεις θα νοσταλγήσεις πως να γυρίσεις.
Gardilu.
Στο βρωμερό ξενοδοχείο λίγο το φως,
πάνω στον τοίχο τα είδωλά τους χορεύουνε τανγκό.
Ξάφνου μπροστά της ανασηκώνει το ένα του χέρι
και στην καρδιά της το κατεβάζει με το μαχαίρι.
Gardilu.
Την άλλη μέρα ντυμένος στην τρίχα καλός γιατρός,
διαβάζουν πως βρήκαν το δολοφόνο νεκρό απ’ το πιοτό.
Κι αν έκαναν λάθος ποιος θα ζητήσει δικαιοσύνη,
αν έχεις λεφτά θα είσαι αθώος ό,τι κι αν γίνει.
Gardilu.
|
Sto Edimvurgo stin káto póli káthe vradiá,
girize mónos mes sta sokákia ta skotiná.
To prósopó tu iche krimméno káto ap’ ti máska
ke to kefáli tu skepasméno me mia tragiáska.
Gardilu.
Lígo pio péra mía tu drómu ton stamatá,
éi agoráki kséro na svíno tin ásvesti fotiá.
Έla mazí mu se mía óra chrónia tha zísis
ki ótan tha fevgis tha nostalgísis pos na girísis.
Gardilu.
Sto vromeró ksenodochio lígo to fos,
páno ston ticho ta idolá tus chorevune tangkó.
Ksáfnu brostá tis anasikóni to éna tu chéri
ke stin kardiá tis to katevázi me to macheri.
Gardilu.
Tin álli méra ntiménos stin trícha kalós giatrós,
diavázun pos vríkan to dolofóno nekró ap’ to piotó.
Ki an ékanan láthos pios tha zitísi dikeosíni,
an échis leftá tha ise athóos ó,ti ki an gini.
Gardilu.
|