Κλειδωμένα σιωπηλά διαμερίσματα,
ψυχούλες γεμάτες ραγίσματα,
δεν κοιτιούνται, δε μιλούν, δεν αγγίζονται,
στο φόβο χτυπούν και βυθίζονται.
Μα τρυπώνει ένα πρωί απ’ τη γρίλια τους
ο ήλιος και σκάει στα χείλια τους
και πετάγεται η καρδιά μες στον ύπνο της,
θυμάται κι αλλάζει το χτύπο της.
Γεια σου ζωή με το θαύμα σου,
την τραμπάλα απ’ το γέλιο στο κλάμα σου,
τις ελπίδες που μ’ ένα άγγιγμά τους
ρίχνουν φως και σκοτώνουν θανάτους.
Δες τα χείλη ενός μωρού που ονειρεύεται,
γελάνε κι η νύχτα μαγεύεται,
δίνει φώτα ενός λαμπρού ξημερώματος
στη ρότα σκοτεινού καταστρώματος.
|
Klidoména siopilá diamerísmata,
psichules gemátes ragismata,
den kitiunte, de milun, den angizonte,
sto fóvo chtipun ke vithízonte.
Ma tripóni éna pri ap’ ti grília tus
o ílios ke skái sta chilia tus
ke petágete i kardiá mes ston ípno tis,
thimáte ki allázi to chtípo tis.
Gia su zoí me to thafma su,
tin trabála ap’ to gélio sto kláma su,
tis elpídes pu m’ éna ángigmá tus
ríchnun fos ke skotónun thanátus.
Des ta chili enós moru pu onirevete,
geláne ki i níchta magevete,
díni fóta enós labru ksimerómatos
sti róta skotinu katastrómatos.
|