Γεννήθηκα στο βλέφαρο του κεραυνού,
σβήνω κυλώντας στα νερά.
Ανέβηκα στην κορυφή της συννεφιάς
σαλτάροντας με τις τριχιές
του λιβανιού,
πήρα το δρόμο της σποράς.
Κοιμήθηκα στο προσκεφάλι
του σπαθιού,
είχα τον ύπνο του λαγού.
Αγνάντευα την πυρκαγιά
της θεμωνιάς
αμίλητος την ώρα της συγκομιδής,
πήρα ταγάρι ζητιανιάς.
Αντάμωσα τον χάρο της ξερολιθιάς,
το άλογο στ’ αλώνι να ψυχομαχεί,
πήρα ταγάρι ζητιανιάς.
|
Genníthika sto vléfaro tu keravnu,
svíno kilóntas sta nerá.
Anévika stin korifí tis sinnefiás
saltárontas me tis trichiés
tu livaniu,
píra to drómo tis sporás.
Kimíthika sto proskefáli
tu spathiu,
icha ton ípno tu lagu.
Agnánteva tin pirkagiá
tis themoniás
amílitos tin óra tis sigkomidís,
píra tagári zitianiás.
Antámosa ton cháro tis kserolithiás,
to álogo st’ alóni na psichomachi,
píra tagári zitianiás.
|