Αυτούς που λησμονήθηκαν θυμάμαι πιο πολύ,
εκείνους που νικήθηκαν κρατάω από το χέρι,
μαζί κι όσους φοβήθηκαν και στάθηκαν δειλοί
στης μοναξιάς το πέρασμα, στης μοίρας το καρτέρι.
Αυτούς που χάθηκαν τους βλέπω πιο συχνά
από τα πέρατα του χρόνου να μου γνέφουν,
πέφτουν στο δρόμο μου σαν άστρα πρωινά,
από της νύχτας το ταξίδι επιστρέφουν.
Αυτούς που χαραμίστηκαν πονάω πιο πολύ,
που κάψανε τα χρόνια τους σε μια φωτιά σβησμένη,
μαζί με όσους πάτησαν αόρατο γυαλί
μπορεί να μην το σπάσανε, μα βγήκαν ματωμένοι.
|
Aftus pu lismoníthikan thimáme pio polí,
ekinus pu nikíthikan kratáo apó to chéri,
mazí ki ósus fovíthikan ke státhikan dili
stis monaksiás to pérasma, stis miras to kartéri.
Aftus pu cháthikan tus vlépo pio sichná
apó ta pérata tu chrónu na mu gnéfun,
péftun sto drómo mu san ástra priná,
apó tis níchtas to taksídi epistréfun.
Aftus pu charamístikan ponáo pio polí,
pu kápsane ta chrónia tus se mia fotiá svisméni,
mazí me ósus pátisan aórato gialí
bori na min to spásane, ma vgíkan matoméni.
|