Γλείφω το οξύ απ’ τις ρωγμές των χειλιών σου
και προσπαθώ να σου απαλύνω τον πόνο.
Τα χρόνια που περάσανε μ’ αφήσανε μόνο
να ψάχνω την πνοή μου στον νεκρό εαυτό σου.
Ζητάω βοήθεια από ανήμπορα χέρια
που ριγούν στην αγάπη και τον τρόμο.
Πήρες λάθος τον δικό μου δρόμο
και ψάχνεις το φως μου σε σβησμένα αστέρια.
Η απουσία σου μ’ εξουθενώνει
και δεν μπορώ να συνηθίσω.
Νιώθω να προχωράω μπροστά
μα πάντα φτάνω πίσω.
Κι αυτή η αλήθεια με σκοτώνει.
Σβήνω τα ίχνη από τα ψέματά μας
παραπατάω στη σιωπή.
Έγινε η απώλεια συνήθειά μας
κι ο έρωτας μια άρρωστη κραυγή.
|
Glifo to oksí ap’ tis rogmés ton chilión su
ke prospathó na su apalíno ton póno.
Ta chrónia pu perásane m’ afísane móno
na psáchno tin pnoí mu ston nekró eaftó su.
Zitáo voíthia apó aníbora chéria
pu rigun stin agápi ke ton trómo.
Píres láthos ton dikó mu drómo
ke psáchnis to fos mu se svisména astéria.
I apusía su m’ eksuthenóni
ke den boró na sinithíso.
Niótho na prochoráo brostá
ma pánta ftáno píso.
Ki aftí i alíthia me skotóni.
Svíno ta íchni apó ta psématá mas
parapatáo sti siopí.
Έgine i apólia siníthiá mas
ki o érotas mia árrosti kravgí.
|