Αμπέλια και χρυσές ελιές
μοιάζεις Ελλάδα μου όπως θες
φωτιά κι αέρας, στο φως της μέρας.
Τη μια Ευρωπαία στο κλαρί,
την άλλη αρχαία προτομή
Γιατί, γιατί;
Γύρνα και δείξε μου τον δρόμο σου ξανά
μάτια μου, κομμάτια μου
σαν γράμμα ατέλειωτο που έσβησε ο καιρός
μ’ ονόματα και χρώματα.
Γυμνά τα δέντρα, τα κλαδιά
κι έχουν πετάξει μακριά
πουλιά κι αστέρια, σε ξένα χέρια.
Έτσι ήταν πάντα μου γελάς
παιδιά είμαστε της λησμονιάς
σ’ ακούω χαμένος, σαν ζαλισμένος.
Στον ουρανό σου θέλω απόψε ν’ ανεβώ
να σε βρω
αγκάλιασέ με στο σκοτάδι σου να μπω
μάγισσα, σ’ αγάπησα.
|
Abélia ke chrisés eliés
miázis Elláda mu ópos thes
fotiá ki aéras, sto fos tis méras.
Ti mia Evropea sto klarí,
tin álli archea protomí
Giatí, giatí;
Girna ke dikse mu ton drómo su ksaná
mátia mu, kommátia mu
san grámma atélioto pu ésvise o kerós
m’ onómata ke chrómata.
Gimná ta déntra, ta kladiá
ki échun petáksi makriá
puliá ki astéria, se kséna chéria.
Έtsi ítan pánta mu gelás
pediá imaste tis lismoniás
s’ akuo chaménos, san zalisménos.
Ston uranó su thélo apópse n’ anevó
na se vro
agkáliasé me sto skotádi su na bo
mágissa, s’ agápisa.
|