Παντρευτήκαν πριν τέσσερα χρόνια,
μόλις τέλειωσε ο Γιάννης στρατό.
Είχε πιάσει δουλειά σε μια ΕΒΓΑ
κι η Αλίκη σε ένα ΠΡΟ ΠΟ.
Αγαπά και ρουφά τη ζωή του,
σαν στις ζέστες το κρύο νερό.
Την Αλίκη, όπως λεν’, τη λατρεύει,
την Αλίκη που τού ‘κανε γιο.
Και α! τι καλά
που περνάνε η Αλίκη κι ο Γιάννης.
Και όλοι απορούν
πως μπορούν και σφυράνε
κι η ζωή
αν είν’ εύκολη γι’αυτούς.
Συμβουλεύει η Αλίκη στις στήλες,
κάνει ο Γιάννης πρωί διανομή.
Τα λεφτά αρκετά και περισεύουν
κι έτσι λένε ειν’ ωραία να ζεις.
Δε διαβάζει η Αλίκη τα νέα
και ο Γιάννης δεν βλέπει τι βι.
Και δεν κάνουν τυχαίους παρέα
και κανείς τους δεν ανησυχεί.
|
Pantreftíkan prin téssera chrónia,
mólis téliose o Giánnis strató.
Iche piási duliá se mia EOGA
ki i Alíki se éna PRO PO.
Agapá ke rufá ti zoí tu,
san stis zéstes to krío neró.
Tin Alíki, ópos len’, ti latrevi,
tin Alíki pu tu ‘kane gio.
Ke a! ti kalá
pu pernáne i Alíki ki o Giánnis.
Ke óli aporun
pos borun ke sfiráne
ki i zoí
an in’ efkoli gi’aftus.
Simvulevi i Alíki stis stíles,
káni o Giánnis pri dianomí.
Ta leftá arketá ke perisevun
ki étsi léne in’ orea na zis.
De diavázi i Alíki ta néa
ke o Giánnis den vlépi ti vi.
Ke den kánun ticheus paréa
ke kanis tus den anisichi.
|