Γιατί δεν ησυχάζω και εμπόδια μου βάζω,
τα παίρνω στο κρανίο.
Tα χέρια μου δεμένα , η εξέγερση αργεί, τα λόγια μπερδεμένα
κι η φύση μου νεκρή.
Για ποιους να υπογράψω , με ποιους να ενωθώ
και αντάρτικα να γράψω που θα τα πληρωθώ και πως να υποκριθώ;
Έχω μια αγιάτρευτη πληγή που μαγνητίζει τα μαχαίρια
κι έχω μια αξόδευτη ορμή
μα ζω με σταυρωμένα χέρια.
Μου μοιάζουνε όλα όσα απορρίπτω όσα θελήσω
κι έτσι δεν ξέρω από τι και πως ν’ αρχίσω
.
Μου μοιάζουνε όλα όσα απορρίπτω
όσα θελήσω
κι έτσι κομπιάζω μια φορά να σου μιλήσω
.
Τα χρόνια εκβιάζω, τους κολλητούς σαρκάζω για να τα ακούω ο ίδιος,
μα κάτω δεν το βάζω.
Λες και τη βρίσκω μόνο στην κόντρα με τον πόνο,
μα όλα κρατούν για λίγο και πάλι ξενερώνω.
Νοιώθω παγιδευμένος μα αφήνομαι τελείως,
εγώ παντού είμαι ξένος , και στον θυμό μου αστείος.
Και πως να υποκριθώ , χωρίς να πληγωθώ
|
Giatí den isicházo ke ebódia mu vázo,
ta perno sto kranío.
Ta chéria mu deména , i ekségersi argi, ta lógia berdeména
ki i físi mu nekrí.
Gia pius na ipográpso , me pius na enothó
ke antártika na grápso pu tha ta plirothó ke pos na ipokrithó;
Έcho mia agiátrefti pligí pu magnitízi ta macheria
ki écho mia aksódefti ormí
ma zo me stavroména chéria.
Mu miázune óla ósa aporrípto ósa thelíso
ki étsi den kséro apó ti ke pos n’ archíso
.
Mu miázune óla ósa aporrípto
ósa thelíso
ki étsi kobiázo mia forá na su milíso
.
Ta chrónia ekviázo, tus kollitus sarkázo gia na ta akuo o ídios,
ma káto den to vázo.
Les ke ti vrísko móno stin kóntra me ton póno,
ma óla kratun gia lígo ke páli kseneróno.
Niótho pagidevménos ma afínome telios,
egó pantu ime ksénos , ke ston thimó mu astios.
Ke pos na ipokrithó , chorís na pligothó
|