Η πένα βρίσκει το χαρτί
βουτάει στο μελάνι
και φτιάχνει στίχο φοβερό
να φτάσει ως τον Άδη.
Που είναι άδικος πολύ
τα θέλει όλα δικά του
ακόμα κι άγουρα κορμιά
να ‘χει στην αγκαλιά του.
Άντε πάλι, το ξερό σου το κεφάλι
ποιον θα θυμηθεί
αχ, να πάρει απ’ τη ζωή.
Χάρε σκληρέ χαλάλι σου
τα κουρασμένα μάτια
σβήσε τη δίψα σου μ’ αυτά
δώσε καιρό στα νιάτα.
Άντε πάλι, το ξερό σου το κεφάλι
ποιον θα θυμηθεί
αχ, να πάρει απ’ τη ζωή.
Κι εκεί που τα ‘γραφε αυτά
τελειώνει το μελάνι
και η γραφή δεν έφτασε
ποτέ κάτω στον Άδη.
|
I péna vríski to chartí
vutái sto meláni
ke ftiáchni stícho foveró
na ftási os ton Άdi.
Pu ine ádikos polí
ta théli óla diká tu
akóma ki águra kormiá
na ‘chi stin agkaliá tu.
Άnte páli, to kseró su to kefáli
pion tha thimithi
ach, na pári ap’ ti zoí.
Cháre skliré chaláli su
ta kurasména mátia
svíse ti dípsa su m’ aftá
dóse keró sta niáta.
Άnte páli, to kseró su to kefáli
pion tha thimithi
ach, na pári ap’ ti zoí.
Ki eki pu ta ‘grafe aftá
telióni to meláni
ke i grafí den éftase
poté káto ston Άdi.
|