Θα φτιάξω ένα σπίτι και την καπνοδόχο του
θα βάλω με θέα να είναι ωραία
θα γίνω αγέρας και μέσα μου θα πετάς
στην άκρη της νύχτας χωρίς καληνύχτα, χωρίς καληνύχτα
Και μετά θα βγω
απ’ τα λουλούδια της φωτιάς
να ζητήσω, να σε βρω
και αν δε σε δω
τότε το γυάλινο γοβάκι μου
θα σπάσω να σωθώ…
Θα φτιάξω έναν κήπο και την πρωινή δροσιά
θα σπείρω ακόμα κοχύλια στο χώμα
θα μπουν ακρογιάλια να έρχεται η θάλασσα
να σου ψιθυρίσει αυτά που γνωρίζει, αυτά που γνωρίζει
Και μετά θα βγω
απ’ τα λουλούδια της φωτιάς
να ζητήσω, να σε βρω
και αν δε σε δω
τότε το γυάλινο γοβάκι μου
θα σπάσω να σωθώ…
|
Tha ftiákso éna spíti ke tin kapnodócho tu
tha válo me théa na ine orea
tha gino agéras ke mésa mu tha petás
stin ákri tis níchtas chorís kaliníchta, chorís kaliníchta
Ke metá tha vgo
ap’ ta luludia tis fotiás
na zitíso, na se vro
ke an de se do
tóte to giálino gováki mu
tha spáso na sothó…
Tha ftiákso énan kípo ke tin priní drosiá
tha spiro akóma kochília sto chóma
tha bun akrogiália na érchete i thálassa
na su psithirísi aftá pu gnorízi, aftá pu gnorízi
Ke metá tha vgo
ap’ ta luludia tis fotiás
na zitíso, na se vro
ke an de se do
tóte to giálino gováki mu
tha spáso na sothó…
|