Η άμαξα μες στη βροχή
τράβα, αμαξά, μη μου βραχεί
το κορίτσι που ‘ναι, μέσα,
όμορφο σαν πριγκηπέσα,
μη μου βραχεί.
Τράβα αμαξά μου να χαρείς
όσο πιο γρήγορα μπορείς,
η βροχή όλο δυναμώνει,
το κορίτσι, μου κρυώνει,
μη μου βραχεί.
(Μην τυχόν και μου βραχεί).
Έβγα στην άσφαλτο αμαξά
και στρίψε πάλι αριστερά,
να μας φέρεις στο τσαρδί μας,
στη φωλίτσα την κρυφή,
μας τράβα ομαλά
(Τράβηξε βρε αμαξά).
|
I ámaksa mes sti vrochí
tráva, amaksá, mi mu vrachi
to korítsi pu ‘ne, mésa,
ómorfo san prigkipésa,
mi mu vrachi.
Tráva amaksá mu na charis
óso pio grígora boris,
i vrochí ólo dinamóni,
to korítsi, mu krióni,
mi mu vrachi.
(Min tichón ke mu vrachi).
Έvga stin ásfalto amaksá
ke strípse páli aristerá,
na mas féris sto tsardí mas,
sti folítsa tin krifí,
mas tráva omalá
(Trávikse vre amaksá).
|