Για ν’ αρέσει η αρτίστα
όταν τραγουδάει στην πίστα,
πρέπει εκτός απ’ τη φωνή της
να δουλεύει με το κορμί της.
Θηλυκές, να παίρνει, πόζες,
σαν κι αυτές και σαν κι ετούτη,
να μοστράρει τα “μεμέ” της,
να πετάει έξω, μπούτι.
Το χαμόγελο απ’ τα χείλη
ούτε μια στιγμή να λείπει,
τι κι αν βάσανα τη δέρνουν,
συμφορές, καημοί και λύπη.
Δεν τον νοιάζει, ναι, ναι, ναι, τον κοσμάκη,
αν οι πίκρες σου, οι πίκρες σου είναι μάτσο,
“σε πληρώνω”, σου φωνάζει
και γι’ αυτό “Ridi pagliaccio”,
και γι’ αυτό “Ridi pagliaccio”,
και γι’ αυτό “Ridi pagliaccio”.
|
Gia n’ arési i artísta
ótan tragudái stin písta,
prépi ektós ap’ ti foní tis
na dulevi me to kormí tis.
Thilikés, na perni, pózes,
san ki aftés ke san ki etuti,
na mostrári ta “memé” tis,
na petái ékso, buti.
To chamógelo ap’ ta chili
ute mia stigmí na lipi,
ti ki an vásana ti dérnun,
simforés, kaimi ke lípi.
Den ton niázi, ne, ne, ne, ton kosmáki,
an i píkres su, i píkres su ine mátso,
“se pliróno”, su fonázi
ke gi’ aftó “Ridi pagliaccio”,
ke gi’ aftó “Ridi pagliaccio”,
ke gi’ aftó “Ridi pagliaccio”.
|