Ένας νέος περνούσε μια μέρα
από μια γειτονιά φτωχική
στο κατώφλι της έπερνε αγέρα
μια πεντάμορφη μελαχρινή
Ευθύς τρέλα του ήρθε να κάνει
και σε λίγο καιρό της μηνά
θα σε πάρω με στεφάνι
σύντροφό μου για παντοτινά
Για τα μάτια σου τα γαλανά και τα σκοτεινά
Είδα μάτια πολλά
γαλανά στη ζωή μου
να κοιτούν απαλά
και ν’ ανάβουν την ψυχή μου
Μα τόσο μαγικά
να μιλούν πιο γλυκά
δεν είδα άλλα και τόσο μεγάλα
στο λέω αληθινά
Την επήρε και πήγαν στα ξένα
και ταξίδεψαν σ’ όλη τη γη
μ’ αυτή δεν αγαπούσε κανένα
και τον άφησε μίαν αυγή
Τότε αυτός που είχε χτίσει παλάτια
στις γωνιές της φτωχής γειτονιάς
Τραγουδούσε “τέτοια μάτια,
αν τα χάσω θα γίνω φονιάς”
Τραγουδούσε της όμορφης νιας κι έκλαιγε ο ντουνιάς!
|
Έnas néos pernuse mia méra
apó mia gitoniá ftochikí
sto katófli tis éperne agéra
mia pentámorfi melachriní
Efthís tréla tu írthe na káni
ke se lígo keró tis miná
tha se páro me stefáni
síntrofó mu gia pantotiná
Gia ta mátia su ta galaná ke ta skotiná
Ida mátia pollá
galaná sti zoí mu
na kitun apalá
ke n’ anávun tin psichí mu
Ma tóso magiká
na milun pio gliká
den ida álla ke tóso megála
sto léo alithiná
Tin epíre ke pígan sta kséna
ke taksídepsan s’ óli ti gi
m’ aftí den agapuse kanéna
ke ton áfise mían avgí
Tóte aftós pu iche chtísi palátia
stis goniés tis ftochís gitoniás
Traguduse “tétia mátia,
an ta cháso tha gino foniás”
Traguduse tis ómorfis nias ki éklege o ntuniás!
|