Είδα μια μάνα να θρηνεί στον τάφο του παιδιού της
και ενώ θρηνούσε μοναχή, είχε ένας άγνωστος σταθεί,
έκλαιγε η μάνα τη νεκρή αλλά κι ο ξένος κλαίει,
γυρίζει η μάνα, τον κοιτά και με καημό του λέει
Λεβέντη μου, ποιος είσαι εσύ
που κλαις για το παιδί μου;
γιατί θρηνείς μια συμφορά
που είναι όλη δική μου.
Κυρούλα μου το δάκρυ μου
τόπο κι εμέ θα πιάσει,
γιατί είμ’ αυτός που αγάπησε
την κόρη που ‘χεις χάσει.
Αγόρι μου, στη συμφορά
ποιος θα μας δώσει θάρρος;
ήταν γραφτό πριν παντρευτεί,
να μας την πάρει ο χάρος.
Αφού ο χάρος ζήλεψε
την κόρη την δική σου,
θα κλαίω για την αγάπη μου
κι εσύ για το παιδί σου.
|
Ida mia mána na thrini ston táfo tu pediu tis
ke enó thrinuse monachí, iche énas ágnostos stathi,
éklege i mána ti nekrí allá ki o ksénos klei,
girízi i mána, ton kitá ke me kaimó tu léi
Levénti mu, pios ise esí
pu kles gia to pedí mu;
giatí thrinis mia simforá
pu ine óli dikí mu.
Kirula mu to dákri mu
tópo ki emé tha piási,
giatí im’ aftós pu agápise
tin kóri pu ‘chis chási.
Agóri mu, sti simforá
pios tha mas dósi thárros;
ítan graftó prin pantrefti,
na mas tin pári o cháros.
Afu o cháros zílepse
tin kóri tin dikí su,
tha kleo gia tin agápi mu
ki esí gia to pedí su.
|