Είδα τον παππούλη μου, τον Μικρασιάτη
με γυμνή πατούσα να μετράει τον ήλιο
να διαβαίνει ποταμούς μ’ απλωτές οργιές
σαν την λαγωνίκα ψάχνοντας τον Άδη
να ζητάει το δρόμο πότε με τον ύπνο
πότε με τον ξύπνο να κερδάει τον κόσμο, με ζαριές.
Είδα τον παππούλη μου, τον Μικρασιάτη
άκρη άκρη στο ποτάμι, τυλιγμένος με προβειές.
Σπαραγμένος από μέδουσες σκυλιά,
πλήθος όρνεα, αρμαθειές γύρω τριγύρω σερπετά.
Έφυγε ξαρμάτωτος ούτε που μετάλαβε
έφυγε ξαρμάτωτος λίγο πριν μπαρκάρει
για μακρύ ταξίδι στους μικρούς μπαξέδες του καρασεβντά.
|
Ida ton pappuli mu, ton Mikrasiáti
me gimní patusa na metrái ton ílio
na diaveni potamus m’ aplotés orgiés
san tin lagoníka psáchnontas ton Άdi
na zitái to drómo póte me ton ípno
póte me ton ksípno na kerdái ton kósmo, me zariés.
Ida ton pappuli mu, ton Mikrasiáti
ákri ákri sto potámi, tiligménos me proviés.
Sparagménos apó méduses skiliá,
plíthos órnea, armathiés giro trigiro serpetá.
Έfige ksarmátotos ute pu metálave
éfige ksarmátotos lígo prin barkári
gia makrí taksídi stus mikrus baksédes tu karasevntá.
|