Η φάμπρικα δε σταματά
δουλεύει νύχτα μέρα
και πώς τον λεν το διπλανό
και τον τρελό τον Ιταλό
να τους ρωτήσω δεν μπορώ
ούτε να πάρω αέρα
Δουλεύω μπρος στη μηχανή
στη βάρδια δύο δέκα
κι από την πρώτη τη στιγμή
μου στείλανε τον ελεγκτή
να μου πετάξει στο αυτί
δυο λόγια νέτα σκέτα
Άκουσε φίλε εμιγκρέ
ο χρόνος είναι χρήμα
με τους εργάτες μη μιλάς
την ώρα σου να την κρατάς
το γιο σου μην το λησμονάς
πεινάει κι είναι κρίμα
Κι εκεί στο πόστο μου σκυφτός
ξεχνάω τη μιλιά μου
είμαι το νούμερο οχτώ
με ξέρουν όλοι με αυτό
κι εγώ κρατάω μυστικό
ποιο είναι τ’ όνομά μου
|
I fábrika de stamatá
dulevi níchta méra
ke pós ton len to diplanó
ke ton treló ton Italó
na tus rotíso den boró
ute na páro aéra
Dulevo bros sti michaní
sti várdia dío déka
ki apó tin próti ti stigmí
mu stilane ton elegktí
na mu petáksi sto aftí
dio lógia néta skéta
Άkuse fíle emigkré
o chrónos ine chríma
me tus ergátes mi milás
tin óra su na tin kratás
to gio su min to lismonás
pinái ki ine kríma
Ki eki sto pósto mu skiftós
ksechnáo ti miliá mu
ime to numero ochtó
me ksérun óli me aftó
ki egó kratáo mistikó
pio ine t’ ónomá mu
|