Στη βρύση τη βουνίσια
σιμά είν’ η φλαμουριά,
στον ίσκιο της καθόμουν
να ονειρευτώ συχνά.
Εχάραζα στη φλούδα
ονόματα ιερά
και πάντα εκεί γυρνούσα
σε λύπη ή σε χαρά.
Μια μέρα ταξιδεύω
σε μέρη μακρινά,
περνώ να χαιρετήσω
στερνά τη φλαμουριά.
Βουΐζαν τα κλαδιά της
σαν να μου κράζαν:
“Ω, κοντά μου πάντα μείνε,
θα βρεις γαλήνη εδώ”.
Μακριά τώρα στα ξένα
δεν έχω την χαρά
που ένοιωθα εκεί πάνω,
κοντά στη φλαμουριά.
Στο νου μου πάντα μένει
το ολόχαρο χωριό,
στ’ αυτιά μου ακούω πάντα:
“Θα βρεις γαλήνη εδώ”
|
Sti vrísi ti vunísia
simá in’ i flamuriá,
ston ískio tis kathómun
na onireftó sichná.
Echáraza sti fluda
onómata ierá
ke pánta eki girnusa
se lípi í se chará.
Mia méra taksidevo
se méri makriná,
pernó na cheretíso
sterná ti flamuriá.
Ouΐzan ta kladiá tis
san na mu krázan:
“O, kontá mu pánta mine,
tha vris galíni edó”.
Makriá tóra sta kséna
den écho tin chará
pu éniotha eki páno,
kontá sti flamuriá.
Sto nu mu pánta méni
to olócharo chorió,
st’ aftiá mu akuo pánta:
“Tha vris galíni edó”
|