Έφυγες σαν άνεμος και δε σε ξαναείδα
κι όλη η ζωή μου προσμονή κι αποσταμένη ελπίδα.
Πως να γυρέψω, ήλιε μου, τη φλόγα σου στ’ αγιάζι
που σκόρπισες στις θάλασσες, στα σκοτεινά πελάγη.
Πως θα `θελα να μάθαινες
τη γλώσσα των πουλιών,
για να μου μηνύσεις
πως αυτή την άνοιξη
μαζί τους θα γυρίσεις.
‘Εφυγες σαν τα πουλιά που η μπόρα τα τρομάζει
και χτύπησαν την πόρτα μου βοριάδες και χαλάζι.
Που να γυρέψω, μάτια μου, στα πέλαγα του κόσμου
τρικυμία πιότερη απ’ τη ματιά σου, φως μου.
|
Έfiges san ánemos ke de se ksanaida
ki óli i zoí mu prosmoní ki apostaméni elpída.
Pos na girépso, ílie mu, ti flóga su st’ agiázi
pu skórpises stis thálasses, sta skotiná pelági.
Pos tha `thela na máthenes
ti glóssa ton pulión,
gia na mu minísis
pos aftí tin ániksi
mazí tus tha girísis.
‘Efiges san ta puliá pu i bóra ta tromázi
ke chtípisan tin pórta mu voriádes ke chalázi.
Pu na girépso, mátia mu, sta pélaga tu kósmu
trikimía pióteri ap’ ti matiá su, fos mu.
|