Με επιδόματα δε γίνεται γιορτή
Κανένας νόμος τη ζωή δεν ξανακάνει
Μια τοπική αναισθησία οι σταθμοί
Μα εμένα ύπνος πάλι απόψε δε με πιάνει
Ούτε η αγάπη ξενυχτάει με δεσμούς
Κλείστηκα σπίτι μου ν’ ακούω βαρεμένος
Τους τεχνοκράτες, δεξιούς κι αριστερούς
Κοίτα πως καίγεται ο χρόνος ο χαμένος
Μέσα στην κάπνα το παλιά ψηφιδωτά
Και στον πυθμένα τα αστέρια τα σβησμένα
Μοιάζουνε λάφυρα που κράτησ’ η ματιά
Δάκρυα του χρόνου που τα φύλαξα για σένα
Με πλαίσια στήριξης κι ανάσες τεχνητές
Δεν αραιώνει το φαρμάκι της κακίας
Και πριν πατσίσουμε διαγράφοντας το χθες
Ας μοιραστούμε τον καρπό της αδικίας
Βλέπω λουλούδια όπως άνθρωποι να κλαιν
Δεν ξεχωρίζω τα χλωρά απ’ τα καμένα
Και πριν η σκέψη μου γυρίσει στο μηδέν
Δε θέλω πια να δώσω δίκαιο σε κανέναν.
|
Me epidómata de ginete giortí
Kanénas nómos ti zoí den ksanakáni
Mia topikí anesthisía i stathmi
Ma eména ípnos páli apópse de me piáni
Oíte i agápi ksenichtái me desmus
Klistika spíti mu n’ akuo vareménos
Tus technokrátes, deksius ki aristerus
Kita pos kegete o chrónos o chaménos
Mésa stin kápna to paliá psifidotá
Ke ston pithména ta astéria ta svisména
Miázune láfira pu krátis’ i matiá
Dákria tu chrónu pu ta fílaksa gia séna
Me plesia stíriksis ki anáses technités
Den areóni to farmáki tis kakías
Ke prin patsísume diagráfontas to chthes
As mirastume ton karpó tis adikías
Olépo luludia ópos ánthropi na klen
Den ksechorízo ta chlorá ap’ ta kaména
Ke prin i sképsi mu girísi sto midén
De thélo pia na dóso díkeo se kanénan.
|