Του μπαμπά η καρέκλα
έχει μείνει αδειανή
εκεί κάτω απ’ τα πεύκα
που σουβλίζαμε αρνί
Δε μιλώ για θανάτους
είναι άλλωστε κάτι κοινό
μα τους βλέπω φευγάτους σαν γάτους
στον καινούργιο ουρανό
Του μπαμπά το φλιτζάνι
είναι μες στο μπουφέ
μια ζωή δε μας φτάνει
έρωτά μου κρυφέ
Από ένα σερβίτσιο
με κομμάτια δεκαοκτώ
ο μπαμπάς από ένα καπρίτσιο
πάντα ζήταγε αυτό
Κι όπως μια φορά
να γλυκοχαράζει στο κήπο
να πιάνει βροχή
Να φοράν φτερά
όλοι μου οι φευγάτοι, σαν γάτοι
στη νέα εποχή
Χόρεψα ένα βαλς
στη μαμά μου άρεσε πάντα το στάνταρ του Στράους
Φόραγε ο μπαμπάς, ένα μπλε καπέλο, το θέλω
σαν το Μίκυ Μάους
Κι όπως μια φορά
άμα τραγουδάς την πληγή
ξεγελάς τη φθορά
μοιάζει να `ναι η γη
Κυριακής χαρά
|
Tu babá i karékla
échi mini adianí
eki káto ap’ ta pefka
pu suvlízame arní
De miló gia thanátus
ine álloste káti kinó
ma tus vlépo fevgátus san gátus
ston kenurgio uranó
Tu babá to flitzáni
ine mes sto bufé
mia zoí de mas ftáni
érotá mu krifé
Apó éna servítsio
me kommátia dekaoktó
o babás apó éna kaprítsio
pánta zítage aftó
Ki ópos mia forá
na glikocharázi sto kípo
na piáni vrochí
Na forán fterá
óli mu i fevgáti, san gáti
sti néa epochí
Chórepsa éna vals
sti mamá mu árese pánta to stántar tu Stráus
Fórage o babás, éna ble kapélo, to thélo
san to Míki Máus
Ki ópos mia forá
áma tragudás tin pligí
ksegelás ti fthorá
miázi na `ne i gi
Kiriakís chará
|