Πειρατικό καράβι θα σαλπάρω
στις θάλασσες ψηλά του ουρανού,
μη μου ζητάς μαζί μου να σε πάρω
αχ το ταξίδι μου σάλεψε το νου.
Και στα ξανθά μαλλιά της Βερενίκης
θα δέσω πάνω τους τα δώδεκα φεγγάρια,
τόσα φιλιά στο στόμα μου της Κίρκης
τον γυρισμό τον έχασα στα ζάρια.
Το άπειρο πως χώρεσε στα μάτια
τα δάκρυα γεμίσανε τ’ αστέρια,
σπάει το φως και γίνεται κομμάτια
απόψε που ‘ρθανε τα σύμπαντα στα χέρια
Στη τσέπη μου δεν είχα μια μονέδα
Και η ζωή μου αδειανή και τρύπια,
Και σ’ ένα μπαρ παλιό στην Ανδρομέδα
βρήκα το όνειρο μαζί του και τα ήπια.
|
Piratikó karávi tha salpáro
stis thálasses psilá tu uranu,
mi mu zitás mazí mu na se páro
ach to taksídi mu sálepse to nu.
Ke sta ksanthá malliá tis Oereníkis
tha déso páno tus ta dódeka fengária,
tósa filiá sto stóma mu tis Kírkis
ton girismó ton échasa sta zária.
To ápiro pos chórese sta mátia
ta dákria gemísane t’ astéria,
spái to fos ke ginete kommátia
apópse pu ‘rthane ta síbanta sta chéria
Sti tsépi mu den icha mia monéda
Ke i zoí mu adianí ke trípia,
Ke s’ éna bar palió stin Androméda
vríka to óniro mazí tu ke ta ípia.
|