Σχόλασαν τα μαγαζιά της νύχτας
κάθισα και ήπια χωρισμό.
Με τα πρώτα τα λεωφορεία
χάραμα μονάχος τριγυρνώ.
Κι όπως τις βιτρίνες αντικρίζω
κι από το κρύο πια δακρύζω.
Σε φέρνω φως μου ξανά στο μυαλό μου
πόσο λίγο κράτησε τ’ όνειρο μου
και τότε η κούκλα στη βιτρίνα ζωντανεύει
μα όπως εσύ έτσι κι αυτή με κοροϊδεύει.
Ξύπνησε η πόλη για να τρέξει
το δικό μου πόνο προσπερνά.
Σ’ έχασα χωρίς να έχω φταίξει
και με οδηγεί στο πουθενά.
Τρέμω και σηκώνω το γιακά μου
μα εσύ παγώνεις την καρδιά μου.
Σε φέρνω φως μου ξανά στο μυαλό μου
πόσο λίγο κράτησε τ’ όνειρο μου
και τότε η κούκλα στη βιτρίνα ζωντανεύει
μα όπως εσύ έτσι κι αυτή με κοροϊδεύει.
|
Schólasan ta magaziá tis níchtas
káthisa ke ípia chorismó.
Me ta próta ta leoforia
chárama monáchos trigirnó.
Ki ópos tis vitrínes antikrízo
ki apó to krío pia dakrízo.
Se férno fos mu ksaná sto mialó mu
póso lígo krátise t’ óniro mu
ke tóte i kukla sti vitrína zontanevi
ma ópos esí étsi ki aftí me koroidevi.
Ksípnise i póli gia na tréksi
to dikó mu póno prosperná.
S’ échasa chorís na écho fteksi
ke me odigi sto puthená.
Trémo ke sikóno to giaká mu
ma esí pagónis tin kardiá mu.
Se férno fos mu ksaná sto mialó mu
póso lígo krátise t’ óniro mu
ke tóte i kukla sti vitrína zontanevi
ma ópos esí étsi ki aftí me koroidevi.
|