Μ’ ένα κέντημα στο χέρι
Σαν έπεφτε το μεσημέρι
Κάθονταν στην κληματαριά από κάτου
Η κυρία Γυμνασιάρχου
Κένταγε ένα φεγγάρι
Στο πλάι του ένα μικρό ποτάμι
Κι αρμένιζε στην ήσυχη αγκαλιά του
Η κυρία Γυμνασιάρχου
Είχε δυο βουνά στην άκρη
Στην βάρκα έναν τρελό βαρκάρη
Μα δε θυμότανε το χρώμα απ’ τα μαλλιά του
Η κυρία Γυμνασιάρχου
Πέθανε στην ίδια θέση
Κι απόμεινε το κέντημα στη μέση
Μοναχιά στη κληματαριά από κάτω
Η κυρία Γυμνασιάρχου
|
M’ éna kéntima sto chéri
San épefte to mesiméri
Káthontan stin klimatariá apó kátu
I kiría Gimnasiárchu
Kéntage éna fengári
Sto plái tu éna mikró potámi
Ki arménize stin ísichi agkaliá tu
I kiría Gimnasiárchu
Iche dio vuná stin ákri
Stin várka énan treló varkári
Ma de thimótane to chróma ap’ ta malliá tu
I kiría Gimnasiárchu
Péthane stin ídia thési
Ki apómine to kéntima sti mési
Monachiá sti klimatariá apó káto
I kiría Gimnasiárchu
|