Κάθε που βραδιάζει στη μικρή τη γειτονιά
μ’ ήλιο ή με χαλάζι με νοτιά και με χιονιά
έρχεται ν’ αράξει μάθε του έρωτα φονιά
μια λατέρνα κούτσα κούτσα στη γωνιά.
Γλυκόλαλη, γλυκόλαλη λατέρνα στη βραδιά
σαν το πουλί, σαν το πουλί φτεροκοπάει η καρδιά.
και ξανανθίζει στη μαραμένη τη γειτονιά
ξεγελασμένη μες στο χειμώνα κι η λεμονιά.
Σ’ ένα δρόμο σ’ ένα στενό, μες
στο σύθαμπο το γαλανό
έχουν στήσει τώρα φωλιά
του Παραδείσου θαρρείς τα πουλιά.
Γλυκόλαλη, γλυκόλαλη λατέρνα στη βραδιά
σαν το πουλί, σαν το πουλί φτεροκοπάει η καρδιά.
και ξανανθίζει στη μαραμένη τη γειτονιά
ξεγελασμένη μες στο χειμώνα κι η λεμονιά.
|
Káthe pu vradiázi sti mikrí ti gitoniá
m’ ílio í me chalázi me notiá ke me chioniá
érchete n’ aráksi máthe tu érota foniá
mia latérna kutsa kutsa sti goniá.
Glikólali, glikólali latérna sti vradiá
san to pulí, san to pulí fterokopái i kardiá.
ke ksananthízi sti maraméni ti gitoniá
ksegelasméni mes sto chimóna ki i lemoniá.
S’ éna drómo s’ éna stenó, mes
sto síthabo to galanó
échun stísi tóra foliá
tu Paradisu tharris ta puliá.
Glikólali, glikólali latérna sti vradiá
san to pulí, san to pulí fterokopái i kardiá.
ke ksananthízi sti maraméni ti gitoniá
ksegelasméni mes sto chimóna ki i lemoniá.
|