Η μάνα μου φοράει τσεμπέρι
σαν τις μανάδες τις παλιές
Παίρνει την Παναγιά απ’ το χέρι
και τρέχουνε στις γειτονιές
και τρέχουνε στις γειτονιές
και σμίγουνε με τον κοσμάκη
και σμίγουνε με τον κοσμάκη
που είπε το ψωμί ψωμάκι
Κι όταν γυρνάνε κούτσα κούτσα
με χίλιους πόνους στην καρδιά
με τα φτωχόρουχά τους λούτσα
από βροχή και λασπουριά
με χίλιους πόνους στην καρδιά
δεν ξέρω να τις ξεχωρίσω
δεν ξέρω να τις ξεχωρίσω
ποιανής το χέρι να φιλήσω
|
I mána mu forái tsebéri
san tis manádes tis paliés
Perni tin Panagiá ap’ to chéri
ke tréchune stis gitoniés
ke tréchune stis gitoniés
ke smígune me ton kosmáki
ke smígune me ton kosmáki
pu ipe to psomí psomáki
Ki ótan girnáne kutsa kutsa
me chílius pónus stin kardiá
me ta ftochóruchá tus lutsa
apó vrochí ke laspuriá
me chílius pónus stin kardiá
den kséro na tis ksechoríso
den kséro na tis ksechoríso
pianís to chéri na filíso
|