Ζωγράφιζες με κιμωλία
τετράγωνα πάνω στη γη,
κουτσός κι αμίλητος ο χρόνος
κι η πέτρα σου να αιμορραγεί.
Να σέρνεται και να προσέχει
μην πέσει πάνω στη γραμμή,
μη λυπηθείς και σκοτεινιάσουν
του παιχνιδιού σου οι ουρανοί.
Η μοναξιά με το `να πόδι
κι αυτό παιχνίδι είναι.
Είναι η ίδια σου η ψυχή
που σου φωνάζει μείνε.
Μείνε και ζήσε τ’ όνειρο
μ’ αλύγιστους τους ώμους
και με την πέτρα που κρατάς
χτίσε καινούργιους κόσμους.
Πάνω στο ωραίο πρόσωπό σου
ίδρωνε η κάθε σου στιγμή
κι είχε ένας έρωτας ζηλεψει
το φτερωτό σου το κορμί.
Κάθε που κέρδιζες φοβόμουν
απ’ τη χαρά μη ξεχαστείς,
μη ξεχαστείς και με ξεχάσεις,
μη φύγεις και μη κουραστείς.
|
Zográfizes me kimolía
tetrágona páno sti gi,
kutsós ki amílitos o chrónos
ki i pétra su na emorragi.
Na sérnete ke na proséchi
min pési páno sti grammí,
mi lipithis ke skotiniásun
tu pechnidiu su i urani.
I monaksiá me to `na pódi
ki aftó pechnídi ine.
Ine i ídia su i psichí
pu su fonázi mine.
Mine ke zíse t’ óniro
m’ alígistus tus ómus
ke me tin pétra pu kratás
chtíse kenurgius kósmus.
Páno sto oreo prósopó su
ídrone i káthe su stigmí
ki iche énas érotas zilepsi
to fterotó su to kormí.
Káthe pu kérdizes fovómun
ap’ ti chará mi ksechastis,
mi ksechastis ke me ksechásis,
mi fígis ke mi kurastis.
|