Πέτρες επήρα και κλαδιά
τα φύτεψα στην αμμουδιά
Και μια ψυχή μελέτησα
το λόγο δεν αθέτησα
Με τον καιρό με τον καιρό
έγινε αλήθεια τ’ όνειρο
Οι πέτρες μεγαλώσανε
και τα κλαδιά φυτρώσανε
Τα κυπαρίσσια τα κελιά
σου τα ‘κανα παραγγελιά
Τις πόρτες, τις αμπάρες σου
και τις οχτώ καμάρες σου
Στο μέρος το πιο δροσερό
έστησα το καμπαναριό
Και κύματα και κύματα
γύρω σου τ’ άσπρα μνήματα
Έλα κυρά και Παναγιά
με τ’ αναμμένα σου κεριά
Δώσε το φως το δυνατό
στον Ήλιο και στον Θάνατο
|
Pétres epíra ke kladiá
ta fítepsa stin ammudiá
Ke mia psichí melétisa
to lógo den athétisa
Me ton keró me ton keró
égine alíthia t’ óniro
I pétres megalósane
ke ta kladiá fitrósane
Ta kiparíssia ta keliá
su ta ‘kana parangeliá
Tis pórtes, tis abáres su
ke tis ochtó kamáres su
Sto méros to pio droseró
éstisa to kabanarió
Ke kímata ke kímata
giro su t’ áspra mnímata
Έla kirá ke Panagiá
me t’ anamména su keriá
Dóse to fos to dinató
ston Ήlio ke ston Thánato
|