Τα χρόνια που σε καρτερούσα
ήταν αγρύπνια και μαράζι
και τίποτ’ άλλο δε ζητούσα
μόνο ν’ αρχίσει να χαράζει.
Γελούσε η κάμαρη σαν ήρθες,
σου έφερα νερό από τη στέρνα,
“όλα θ’ αλλάξουνε” μου είπες
κι εγώ σου φίλαγα τη φτέρνα.
Τώρα την κίνηση κοιτάζεις
σαν τους φαντάρους στην Ομόνοια,
ανοίγεις μια παλιά σκακιέρα
και κουβεντιάζεις με τα πιόνια.
Τα χρόνια που σε καρτερούσα
ήταν αγρύπνια και μαράζι
και δε με νοιάζει που αγρυπνούσα
μα που ακόμα δε χαράζει.
Γελούσε η κάμαρη σαν ήρθες,
σου έφερα νερό από τη στέρνα,
“όλα θ’ αλλάξουνε” μου είπες
κι εγώ σου φίλαγα τη φτέρνα.
Τώρα την κίνηση κοιτάζεις
σαν τους φαντάρους στην Ομόνοια,
ανοίγεις μια παλιά σκακιέρα
και κουβεντιάζεις με τα πιόνια.
|
Ta chrónia pu se karterusa
ítan agrípnia ke marázi
ke típot’ állo de zitusa
móno n’ archísi na charázi.
Geluse i kámari san írthes,
su éfera neró apó ti stérna,
“óla th’ alláksune” mu ipes
ki egó su fílaga ti ftérna.
Tóra tin kínisi kitázis
san tus fantárus stin Omónia,
anigis mia paliá skakiéra
ke kuventiázis me ta piónia.
Ta chrónia pu se karterusa
ítan agrípnia ke marázi
ke de me niázi pu agripnusa
ma pu akóma de charázi.
Geluse i kámari san írthes,
su éfera neró apó ti stérna,
“óla th’ alláksune” mu ipes
ki egó su fílaga ti ftérna.
Tóra tin kínisi kitázis
san tus fantárus stin Omónia,
anigis mia paliá skakiéra
ke kuventiázis me ta piónia.
|