Απ’ το κακό μου ριζαριό,
βράζω βοτάνι στο καιρό,
να τον γητέψω να χαρώ.
Είναι από φύτεμα γυρτό,
που λαχταράει να δει ουρανό,
σα κυπαρίσσι στο γκρεμό.
Πρωί και βράδυ και πρωί
μία σελήνη ακροβατεί
κι ένας βλαμμένος ήλιος.
Στης μέρας το λεπτό σκοινί
στεγνώνουν οι άλλοι μου εαυτοί
και παραμένω ίδιος.
Σεμνότητα ποιότητα,
η τέλεια παρεξήγηση
μια σιωπηλή αφήγηση
στα μάτια σου ανασαίνει.
Την παίρνω και την τραγουδώ,
τη καθρεφτίζω στο κενό,
σ’ ένα επάγγελμα μισό,
η ιστορία σου τρέμει.
Το πιο θλιμμένο μου σουξέ,
που δε με πρόδωσε ποτέ
με παίρνει από το χέρι.
Με ξεναγεί στο πουθενά,
στης Λευκωσίας τα στενά
κι όλο με κοροϊδεύει.
Πρωί και βράδυ και πρωί
μία σελήνη ακροβατεί
κι ένας βλαμμένος ήλιος.
Στης μέρας το λεπτό σκοινί
στεγνώνουν οι άλλοι μου εαυτοί
και παραμένω ίδιος.
Αγάπες και παινέματα
μια σκοτεινή υπόθεση·
μοναδική σου υπόσχεση
το φως στο πρόσωπό σου.
Κι αν θες να πεις πως μ’ αγαπάς,
πες το στον εαυτό σου
και πάψε να με τυραννάς
με το αγαπητάριό σου.
|
Ap’ to kakó mu rizarió,
vrázo votáni sto keró,
na ton gitépso na charó.
Ine apó fítema girtó,
pu lachtarái na di uranó,
sa kiparíssi sto gkremó.
Pri ke vrádi ke pri
mía selíni akrovati
ki énas vlamménos ílios.
Stis méras to leptó skiní
stegnónun i álli mu eafti
ke paraméno ídios.
Semnótita piótita,
i télia pareksígisi
mia siopilí afígisi
sta mátia su anaseni.
Tin perno ke tin tragudó,
ti kathreftízo sto kenó,
s’ éna epángelma misó,
i istoría su trémi.
To pio thlimméno mu suksé,
pu de me pródose poté
me perni apó to chéri.
Me ksenagi sto puthená,
stis Lefkosías ta stená
ki ólo me koroidevi.
Pri ke vrádi ke pri
mía selíni akrovati
ki énas vlamménos ílios.
Stis méras to leptó skiní
stegnónun i álli mu eafti
ke paraméno ídios.
Agápes ke penémata
mia skotiní ipóthesi·
monadikí su ipóschesi
to fos sto prósopó su.
Ki an thes na pis pos m’ agapás,
pes to ston eaftó su
ke pápse na me tirannás
me to agapitárió su.
|