Στις καλύβες μια φορά ζούσε η Θαλασσινιά.
Ζούσε κάτω στο γιαλό και λουζόταν στο νερό.
Και μια νύχτα που φυσούσε και ζητούσε και ζητούσε
παλικάρι και παιδί που έφυγε μες στη βροχή.
Πούθε πήγε το παιδί Θαλασσινή, που `χει πάει το πουλί;
Ο αϊτός, το χελιδόνι και μας λιώνανε οι πόνοι.
Στις καλύβες καίει καίει το γιαλό καίει την άμμο, καίει το νερό.
παλικάρι πια δεν βρίσκει τ’ όνειρό της να μεθύσει.
Στις καλύβες μια φορά ζούσε η Θαλασσινιά.
Ζούσε κάτω στο γιαλό και λουζόταν στο νερό.
|
Stis kalíves mia forá zuse i Thalassiniá.
Zuse káto sto gialó ke luzótan sto neró.
Ke mia níchta pu fisuse ke zituse ke zituse
palikári ke pedí pu éfige mes sti vrochí.
Puthe píge to pedí Thalassiní, pu `chi pái to pulí;
O aitós, to chelidóni ke mas liónane i póni.
Stis kalíves kei kei to gialó kei tin ámmo, kei to neró.
palikári pia den vríski t’ óniró tis na methísi.
Stis kalíves mia forá zuse i Thalassiniá.
Zuse káto sto gialó ke luzótan sto neró.
|