Κάποια βραδιά σ’ ένα χωριό
φτάνει απ’ την πόλη η Ζωζώ
με φορτηγό περαστικό
Κι από την πρώτη τη βραδιά
τα παλληκάρια στην ουρά κρατούν σφιχτά
πέντ’ έξι τάλιρα σωστά.
Ακόμα στο χωριό γελούν με τη Ζωζώ
Γιατί ένα βράδυ σκοτεινό
την πιάσαν έξω απ’ το χωριό
της σπάσανε τα δόντια με κλωτσιά
της ήραν ρούχα και λεφτά
ακόμα στο χωριό γελούν με τη Ζωζώ
Σε συμβουλεύω για καλό
μην κοροϊδεύεις τη νταρντάνα τη Ζωζώ
γιατί θα σου ΄βγει σε κακό
Και ποιος γυρίζει να τη δει
είναι φτωχιά, είναι χαζή
κι όμως μπορεί να καταστρέψει ένα παιδί
Ήταν λεβεντιά ο φίλος μας, ο γιος του παπά
κι αυτή του πήρε τα μυαλά
Κοντά της ένα μαρτύριο η ζωή
βρωμιά, κρασί και φυλακή
κι αυτός στο τέλος πια θα τρελαθεί
θ’ αυτοκτονήσει, θα γενεί στην πόλη νταβατζής
Αξίζει η Ζωζώ, ό,τι κι αν πεις
|
Kápia vradiá s’ éna chorió
ftáni ap’ tin póli i Zozó
me fortigó perastikó
Ki apó tin próti ti vradiá
ta pallikária stin urá kratun sfichtá
pént’ éksi tálira sostá.
Akóma sto chorió gelun me ti Zozó
Giatí éna vrádi skotinó
tin piásan ékso ap’ to chorió
tis spásane ta dóntia me klotsiá
tis íran rucha ke leftá
akóma sto chorió gelun me ti Zozó
Se simvulevo gia kaló
min koroidevis ti ntarntána ti Zozó
giatí tha su ΄vgi se kakó
Ke pios girízi na ti di
ine ftochiá, ine chazí
ki ómos bori na katastrépsi éna pedí
Ήtan leventiá o fílos mas, o gios tu papá
ki aftí tu píre ta mialá
Kontá tis éna martírio i zoí
vromiá, krasí ke filakí
ki aftós sto télos pia tha trelathi
th’ aftoktonísi, tha geni stin póli ntavatzís
Aksízi i Zozó, ó,ti ki an pis
|