Πως να χωρέσεις μέσα σ’ όρια και μέτρα;
Το κλήμα στρίβεται στο κάγκελο ν’ ανέβει…
Ξέρω, στα παιδικά σου όνειρα συνέβη,
να δεις τον γίγαντα που έστυβε την πέτρα.
Παιδί μ’ όνειρα θαλασσιά μες στου μυαλού το αμπάρι,
ξετύλιγα τις Κυριακές στην τύχη μια κλωστή,
μεγαλωμένος στους καυτούς τους ήλιους του Αλωνάρη,
έφερνα πρόωρες βροχές και πότιζα τη γη.
Τα πούπουλα που μου ‘στρωνε η μάνα μαξιλάρι,
τα κρέμαγα παράσημα σ’ αρχηγικές στολές,
ντυνόντουσαν τα γιορτινά στα σύνορα οι φαντάροι,
και στήναν γλέντι αδελφικό με εχθρικές ορδές.
Κι εγώ που παραδόθηκα στον ύπνο να με πάρει,
και πέταξα με τα πουλιά προς τον ωκεανό,
όσα δεν μπόρεσαν να πουν με τις κραυγές οι γλάροι,
σαν εφιάλτες σήμερα μπροστά μου συναντώ.
|
Pos na chorésis mésa s’ ória ke métra;
To klíma strívete sto kágkelo n’ anévi…
Kséro, sta pediká su ónira sinévi,
na dis ton giganta pu éstive tin pétra.
Pedí m’ ónira thalassiá mes stu mialu to abári,
ksetíliga tis Kiriakés stin tíchi mia klostí,
megaloménos stus kaftus tus ílius tu Alonári,
éferna próores vrochés ke pótiza ti gi.
Ta pupula pu mu ‘strone i mána maksilári,
ta krémaga parásima s’ archigikés stolés,
ntinóntusan ta giortiná sta sínora i fantári,
ke stínan glénti adelfikó me echthrikés ordés.
Ki egó pu paradóthika ston ípno na me pári,
ke pétaksa me ta puliá pros ton okeanó,
ósa den bóresan na pun me tis kravgés i glári,
san efiáltes símera brostá mu sinantó.
|