Σαν Καθαρή Δευτέρα απόγευμα και βρέχει
τώρα που πάντα κάποιος λείπει απ το τραπέζι
ένα φωτάκι στο λιμάνι τρεμοπαίζει
κι ένα ξυπόλητο παιδί μες τη βροχή να τρέχει
Τώρα που μόνο στα μικρά χαρίζεις μιαν αχτίδα
και τα μεγάλα τα φυλάς στα πιο βαθιά υπόγεια
δεν ξεκουρδίζονται ποτέ της μνήμης τα ρολόγια
Σώμα με σώμα παίχτηκε και τούτη η παρτίδα
Το χέρι σου
που σταματούσε το σφυγμό της νύχτας στον αυχένα
Που ξημερώνεις μάτια μου
τώρα που μόνος μου θα πει, χωρίς εσένα.
Σαν Καθαρή Δευτέρα απόγευμα και βρέχει
ένα ξυπόλητο παιδί τ αστέρια φτάνει.
Έσβησε κείνο το φωτάκι στο λιμάνι…
Ποιος είδε τ όνειρο να γίνεται αλήθεια, και αντέχει;
|
San Katharí Deftéra apógevma ke vréchi
tóra pu pánta kápios lipi ap to trapézi
éna fotáki sto limáni tremopezi
ki éna ksipólito pedí mes ti vrochí na tréchi
Tóra pu móno sta mikrá charízis mian achtída
ke ta megála ta filás sta pio vathiá ipógia
den ksekurdízonte poté tis mnímis ta rológia
Sóma me sóma pechtike ke tuti i partída
To chéri su
pu stamatuse to sfigmó tis níchtas ston afchéna
Pu ksimerónis mátia mu
tóra pu mónos mu tha pi, chorís eséna.
San Katharí Deftéra apógevma ke vréchi
éna ksipólito pedí t astéria ftáni.
Έsvise kino to fotáki sto limáni…
Pios ide t óniro na ginete alíthia, ke antéchi;
|