Ήρθ’ ένας φίλος να μου θυμίσει
αυτά που ζήσαμε,
όμως τα χείλη τα ’χε σφραγίσει
και δε μιλήσαμε.
Την κάμαρά μας με αναμνήσεις
ξαναπλημμύρισες,
νόμισα ξάφνου πως θα γυρίσεις,
αλλά δε γύρισες.
Που είσαι, που γυρνάς
και πως μπορείς και με ξεχνάς
και δεν ρωτάς που να ’μαι;
Κι αν άλλη προσκυνάς,
όσες φορές θα με ξεχνάς,
τόσες θα σε θυμάμαι.
Ήρθ’ ένας φίλος και με κοιτούσε,
αλλά δε μίλαγε.
Μια ιστορία μαζί μου ζούσε
και δάκρυ κύλαγε.
Απ’ την παλιά σου φωτογραφία
νεκρό το βλέμμα σου,
μα στο κορμί μου ξανακυλούσε
ζεστό το αίμα σου.
|
Ήrth’ énas fílos na mu thimísi
aftá pu zísame,
ómos ta chili ta ’che sfragisi
ke de milísame.
Tin kámará mas me anamnísis
ksanaplimmírises,
nómisa ksáfnu pos tha girísis,
allá de girises.
Pu ise, pu girnás
ke pos boris ke me ksechnás
ke den rotás pu na ’me;
Ki an álli proskinás,
óses forés tha me ksechnás,
tóses tha se thimáme.
Ήrth’ énas fílos ke me kituse,
allá de mílage.
Mia istoría mazí mu zuse
ke dákri kílage.
Ap’ tin paliá su fotografía
nekró to vlémma su,
ma sto kormí mu ksanakiluse
zestó to ema su.
|