Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκός
κι είχες τις χάρες όλες,
όλα τα χάδια του αγεριού,
του κήπου όλες τις βιόλες.
Το πόδι ελαφροπάτητο
σαν τρυφερούλι ελάφι,
πάταγε το κατώφλι μας
κι έλαμπε σαν χρυσάφι.
Νιότη απ’ τη νιότη σου έπαιρνα
κι ακόμη αχνογελούσα,
τα γερατειά δεν τρόμαζα,
το θάνατο αψηφούσα.
Και τώρα που θα κρατηθώ,
πού θα σταθώ, που θα μπω,
που απόμεινα ξερό δεντρί
σε χιονισμένο κάμπο;
Πως θα γυρίσω μοναχή
στο ερμαδιακό καλύβι;
Έπεσε η νύχτα στην αυγή
και το στρατί μου κρύβει.
Ωχ, δεν ακούστηκε ποτές
και δεν μπορεί να γίνει
να καίγουνται τα χείλια μου
και να ‘μαι μπρος στην κρήνη.
|
Ήsun kalós ki ísun glikós
ki iches tis cháres óles,
óla ta chádia tu ageriu,
tu kípu óles tis vióles.
To pódi elafropátito
san triferuli eláfi,
pátage to katófli mas
ki élabe san chrisáfi.
Nióti ap’ ti nióti su éperna
ki akómi achnogelusa,
ta geratiá den trómaza,
to thánato apsifusa.
Ke tóra pu tha kratithó,
pu tha stathó, pu tha bo,
pu apómina kseró dentrí
se chionisméno kábo;
Pos tha giríso monachí
sto ermadiakó kalívi;
Έpese i níchta stin avgí
ke to stratí mu krívi.
Och, den akustike potés
ke den bori na gini
na kegunte ta chilia mu
ke na ‘me bros stin kríni.
|