Κόκκινο στάζει το αίμα του,
άσφαλτος μαύρη, γύρω του,
και τα βιβλία σκόρπισαν
και εκείνος είπε “μάνα μου”
και εκείνος είπε “μάνα μου”.
Άραγε βρέχει στο χωριό
καπνίζουνε τα τζάκια,
ήταν παιδί της αγροτιάς
μαζί με τόσους άλλους
ήταν παιδί της αγροτιάς
μαζί με τόσους άλλους.
Πήγανε και τον πήρανε
δυο φίλοι και ο πατέρας του,
και κλείνοντας τα μάτια του
είπε σιγά είπε σιγά “μανούλα μου”,
και κλείνοντας τα μάτια του
είπε σιγά είπε σιγά “μανούλα μου”.
Άραγε βρέχει στο χωριό
καπνίζουνε τα τζάκια,
ήταν παιδί της αγροτιάς
μαζί με τόσους άλλους
ήταν παιδί της αγροτιάς
μαζί με τόσους άλλους.
|
Kókkino stázi to ema tu,
ásfaltos mavri, giro tu,
ke ta vivlía skórpisan
ke ekinos ipe “mána mu”
ke ekinos ipe “mána mu”.
Άrage vréchi sto chorió
kapnízune ta tzákia,
ítan pedí tis agrotiás
mazí me tósus állus
ítan pedí tis agrotiás
mazí me tósus állus.
Pígane ke ton pírane
dio fíli ke o patéras tu,
ke klinontas ta mátia tu
ipe sigá ipe sigá “manula mu”,
ke klinontas ta mátia tu
ipe sigá ipe sigá “manula mu”.
Άrage vréchi sto chorió
kapnízune ta tzákia,
ítan pedí tis agrotiás
mazí me tósus állus
ítan pedí tis agrotiás
mazí me tósus állus.
|