Ένας παπάς
από τ’ αντικρινό παράθυρο
κοιτάζει που κοιμάμαι.
Θέλει να διαπιστώσει
πού έχω τα χέρια μου,
πάνω ή κάτω από το προσκεφάλι.
Ένας αστυνόμος
από τ’ αντικρινό παράθυρο
μ’ επιμονή παρατηρεί τον ύπνο μου.
Θέλει να διαπιστώσει
αν γέρνω αριστερά, αν γέρνω δεξιά.
Ένα παιδί
από τ’ αντικρινό παράθυρο
με βλέπει μ’ απορία να κοιμάμαι.
Θέλει να διαπιστώσει
αν είμαι δράκος
για Θεός ή ένα πουλί
που τραγουδά περίεργα τραγούδια.
Εγώ μέσ’ απ’ τον ύπνο μου
τους βλέπω και χαμογελώ,
γιατί ο παπάς δε μ’ αναγνώρισε
πως είμαι ο Χριστός κι έχω
τα χέρια μου στο στήθος σταυρωμένα.
Γιατί ο αστυνόμος δε γνωρίζει
πως ειδικά γι’ αυτό ν είμαι αξιωματικός
και το παιδί ούτε καν μπόρεσε
να φανταστεί πως είμαι ο ποιητής.
|
Έnas papás
apó t’ antikrinó paráthiro
kitázi pu kimáme.
Théli na diapistósi
pu écho ta chéria mu,
páno í káto apó to proskefáli.
Έnas astinómos
apó t’ antikrinó paráthiro
m’ epimoní paratiri ton ípno mu.
Théli na diapistósi
an gérno aristerá, an gérno deksiá.
Έna pedí
apó t’ antikrinó paráthiro
me vlépi m’ aporía na kimáme.
Théli na diapistósi
an ime drákos
gia Theós í éna pulí
pu tragudá períerga tragudia.
Egó més’ ap’ ton ípno mu
tus vlépo ke chamogeló,
giatí o papás de m’ anagnórise
pos ime o Christós ki écho
ta chéria mu sto stíthos stavroména.
Giatí o astinómos de gnorízi
pos idiká gi’ aftó n ime aksiomatikós
ke to pedí ute kan bórese
na fantasti pos ime o piitís.
|