Του Στρυμόνα φυσούν ξεροβόρια,
οι ναύτες αλητεύουν στο λιμάνι,
κατσούφηδες και δύστυχοι.
Αρμύρα τρώει τα σκαριά,
νερό τα παλαμάρια,
το χασομέρι το πολύ,
εμάρανε τα παλληκάρια.
Πικρός καιρός μα πιο πικρό,
το γιατρικό, που λάλησεν μάντης,
βρήκε μεγάλο πρόσχημα την Άρτεμη,
τα σκήπτρα καταγής βρόντηξαν οι Ατρείδες,
και δε βαστούν τα δάκρυα.
Ο μέγας βασιλιάς φωνάζει, κρίμα βαρύ να μη λυγίσω,
βαρύτερο να σφάξω το παιδί,
καμάτι του σπιτιού μου,
το πατρικό να μαρκαρίσω χέρι μου,
βάφοντας στο βωμό, το αίμα της παρθένας.
Ολόγυρα με ζώνουν συμφορές,
λιποτάχτης να γίνω,
κι ορκομάτης φριχτός.
Αν όλοι πεθυμούν από καρδιάς,
το αίμα της παρθένας να χυθεί,
για να κοπάσει το μεροβόρι,
κρίμα δεν είναι και σε καλό να βγει.
Και μπήκε στης ανάγκης το ζυγό,
κακός αέρας φύσηξε στο νου του,
ανόσια κι ανίερη γονάτισε,
αποκοτιά τα έρμα, λογικά του.
Αισχρός συγκάτοικος το πρώτο λάθος,
ξεχαλινώμοι των ανθρώπων τα μυαλά,
κι έτσι να σφάξει τόλμησε τη θυγατέρα,
συντρέχοντας στον πόλεμο για μια γυναίκα,
ξορκίζοντας τον άνεμο για τα καράβια.
Ο πατέρας διατάζει τους δούλους,
σαν τραγί μετά την ευχή,
σηκωτή στο βωμό να τη σύρουν,
με το ζόρι ζωσμένη στο πέπλο.
Με τον έπτωτο πάνω το χώμα,
το καλλίγραμμο στόμα να φράξουν,
μη και βγάλει κατάρας φωνή,
χαλινωμένη στεκόταν βουβή,
και κυλιόταν στη γη το φόρεμά της.
Με βλέμμα παρακλητικό,
σαΐτευε των κάθε φονιά της,
μούμια σε ζωγραφιά, που θέλει να λαλήσει,
κι όμως πολλές φορές τραγούδησε.
Στο πατρικό τραπέζι, που γλεντούσαν,
μαγνητοθεϊκοί φωνούνε,
τον καλορίζικο τραγούδησε σκοπό,
για χάρη του πατέρα, που αγαπούσε.
|
Tu Strimóna fisun kserovória,
i naftes alitevun sto limáni,
katsufides ke dístichi.
Armíra trói ta skariá,
neró ta palamária,
to chasoméri to polí,
emárane ta pallikária.
Pikrós kerós ma pio pikró,
to giatrikó, pu lálisen mántis,
vríke megálo próschima tin Άrtemi,
ta skíptra katagís vróntiksan i Atrides,
ke de vastun ta dákria.
O mégas vasiliás fonázi, kríma varí na mi ligiso,
varítero na sfákso to pedí,
kamáti tu spitiu mu,
to patrikó na markaríso chéri mu,
váfontas sto vomó, to ema tis parthénas.
Ológira me zónun simforés,
lipotáchtis na gino,
ki orkomátis frichtós.
An óli pethimun apó kardiás,
to ema tis parthénas na chithi,
gia na kopási to merovóri,
kríma den ine ke se kaló na vgi.
Ke bíke stis anágkis to zigó,
kakós aéras físikse sto nu tu,
anósia ki aníeri gonátise,
apokotiá ta érma, logiká tu.
Eschrós sigkátikos to próto láthos,
ksechalinómi ton anthrópon ta mialá,
ki étsi na sfáksi tólmise ti thigatéra,
sintréchontas ston pólemo gia mia gineka,
ksorkízontas ton ánemo gia ta karávia.
O patéras diatázi tus dulus,
san tragi metá tin efchí,
sikotí sto vomó na ti sírun,
me to zóri zosméni sto péplo.
Me ton éptoto páno to chóma,
to kallígrammo stóma na fráksun,
mi ke vgáli katáras foní,
chalinoméni stekótan vuví,
ke kiliótan sti gi to fóremá tis.
Me vlémma paraklitikó,
saΐteve ton káthe foniá tis,
mumia se zografiá, pu théli na lalísi,
ki ómos pollés forés tragudise.
Sto patrikó trapézi, pu glentusan,
magnitotheiki fonune,
ton kaloríziko tragudise skopó,
gia chári tu patéra, pu agapuse.
|