Απάνω σε βουνοκορφή κουπί ορθό στημένο
το τρεχαντήρι μου ο Άι Λιας με το πανί ανοιγμένο
και το καΐκι μου ο Άι Λιας με το πανί ανοιγμένο
κρατώ στο χέρι τις βροχές, τον κεραυνό που αστράφτει
έχω και μες στο τσούρμο μου εναν ουράνιο ναύτη
είμ’ οδοιπόρος στα βουνά, με άμαξα στα νέφη
σαν βλέπω κρίμα κι άδικο οδύρομαι και βρέχει
Είναι το βλέμμα μου φωτιά που πυρπολεί τα χρόνια
και τυραννάω τους τύραννους και τους δικάζω αιώνια
την παιδοκλέφτρα κυνηγώ κι αυτή πως με φοβάται
τη Λάμια που `χει ανάθεμα ποτέ να μην κοιμάται
γεια σας, χαρά σας στα παιδιά, ευχές με τον αέρα
για της αυγής το νέο φως, για την καινούργια μέρα
|
Apáno se vunokorfí kupí orthó stiméno
to trechantíri mu o Άi Lias me to paní anigméno
ke to kaΐki mu o Άi Lias me to paní anigméno
krató sto chéri tis vrochés, ton keravnó pu astráfti
écho ke mes sto tsurmo mu enan uránio nafti
im’ odipóros sta vuná, me ámaksa sta néfi
san vlépo kríma ki ádiko odírome ke vréchi
Ine to vlémma mu fotiá pu pirpoli ta chrónia
ke tirannáo tus tírannus ke tus dikázo eónia
tin pedokléftra kinigó ki aftí pos me fováte
ti Lámia pu `chi anáthema poté na min kimáte
gia sas, chará sas sta pediá, efchés me ton aéra
gia tis avgís to néo fos, gia tin kenurgia méra
|